- μεσσίας
- Λέξη που προήλθε από την εβραϊκή μασιάχ (Masiah=κεχρισμένος) και δηλώνει στην Παλαιά Διαθήκη εκείνον, ο οποίος μέσω του ορατού σημείου της χρίσης, πληρούται με το πνεύμα του Θεού. Στη συνέχεια ο όρος υποδήλωνε τον μέλλοντα σωτήρα του Ισραήλ, τον οποίο θα απέστελλε ο Θεός (Ψαλμοί β’ 2) και την έλευση του οποίου αναμένουν ακόμη οι Εβραίοι. Στα πλαίσια της ελληνικής μετάφρασης του Χριστός (κεχρισμένος) η λέξη αποδόθηκε από τους χριστιανούς στον Ιησού με την έννοια του σωτήρα.
μεσσιανισμός. Προφητικό κίνημα, που βασίζεται στην αναμονή ενός μ., ενός σωτήρα δηλαδή, του οποίου η μορφή μερικές φορές προέρχεται από τη μεσσιανική αναμονή των Εβραίων ή έμμεσα, από το χριστιανικό ιεραποστολικό κήρυγμα. Ο μεσσίας συνιστά σε κάποιες περιπτώσεις μορφή της τοπικής μυθολογίας, ενός πολιτιστικού ήρωα, παραδείγματος χάριν, που μεταβάλλεται από μυθική οντότητα σε πραγματική. Τα περιστατικά αυτά εξαρτώνται σε γενικές γραμμές από τη σύγκρουση ανώτερων και πρωτόγονων πολιτισμών, μετά από την οποία οι πρωτόγονοι, δηλαδή οι καταπιεζόμενοι, ελπίζουν στην επιστροφή ενός μυθικού ήρωα, που θα τους οδηγήσει στις αρχικές συνθήκες. Στην προσπάθειά τους να εισχωρήσουν δυναμικά και με κύρος στον πολιτιστικό κόσμο των κυρίαρχων, εκλέγουν κάποιες φορές ως μεσσία ένα βιβλικό πρόσωπο ή και φανταστικά υβρίδια (για παράδειγμα Ιησού - Αδάμ).
* * *ο (Α μεσσίας)1. πρόσωπο θείας ή ανθρώπινης προέλευσης προορισμένο να σώσει ή να ελευθερώσει έναν λαό ή και ολόκληρη την ανθρωπότητα2. ως κύριο όν. ο Μεσσίαςο Χριστός («εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός», ΚΔ)νεοελλ.(κατ' επέκτ.) (για πολιτικούς άνδρες) πολιτικός ή στρατιωτικός από τον οποίο αναμένεται η λύτρωση ενός λαού από τα δεινά του («ο λαός τόν υποδέχθηκε σαν μεσσία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αραμ. mesīhā < εβρ. maşīah].
Dictionary of Greek. 2013.